- διεξελίσσω
- διεξελίσσω (Α) [εξελίσσω]ξετυλίγω εντελώς, διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεξειλίσσουσι — διεξελίσσω unroll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διεξελίσσω unroll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek